γυμναστῶν

γυμναστῶν
γυμναστής
trainer of professional athletes
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • τετράζω — (I) Α [τέτραξ, αγος] κράζω όπως ο τέτραξ, ο φασιανός, κατά την ωοτοκία του. (II) Α [τετράς, άδος] τηρώ τις τετράδες τών γυμναστών …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • παιδικές κατασκηνώσεις — Θεσμός ευρέως διαδεδομένος και στην Ελλάδα και ο οποίος αποβλέπει στην εξασφάλιση παραθερισμού των παιδιών σε ομαδικές κατασκηνώσεις με την επίβλεψη γυμναστών, εκπαιδευτικών και ειδικευμένου προσωπικού. Οι κατασκηνώσεις συνδυάζουν την ψυχαγωγία… …   Dictionary of Greek

  • Πεισίρροδος — Ολυμπιονίκης από τη Ρόδο, γιος του Καλλιάνακτα και της Καλλιπάτειρας, που νίκησε στους πυγμαχικούς αγώνες. Η μητέρα του, επιθυμώντας να δει τον θρίαμβο του γιου της, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες απαγόρευαν την είσοδο των… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσάφης, Ιωάννης — (Αθήνα 1873 – 1932). Έλληνας γυμναστής. Σπούδασε μαθηματικά και ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη σχολή γυμναστών, υπηρέτησε ως καθηγητής γυμναστικής και το 1899 πήγε με υποτροφία για σπουδές γυμναστικής στην Ελβετία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”